- τρωγλοδύτης
- ο, ΝΑ1. (στον πληθ. ως κύριον όν.) οι Τρωγλοδύτες και Τρωγλοδύταιονομασία που έδωσαν αρχαίοι συγγραφείς σε πρωτόγονους λαούς τής Αιθιοπίας, τής εσωτερικής Λιβύης, τού Καυκάσου, τής Σκυθίας κ.ά. οι οποίοι κατοικούσαν σε σπήλαια ή σε σκαπτές κατοικίες2. ζωολ. γένος, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, στρουθιόμορφων πτηνών τής οικογένειας τρωγλοδυτίδες με ένα επιδημητικό είδος στη χώρα μας, γνωστό με την κοινή σήμερα ονομασία τρυποφράχτηςνεοελλ.1. (για πρόσ.) αυτός που κατοικεί σε τρώγλη, τρωγλόβιος2. ζωολ. παλαιότερη ονομασία τού χιμπατζήαρχ.1. (ως επίθ. κυρίως για ερπετά) σπηλαιόβιος2. πτηνό όμοιο με τον βασιλίσκο.[ΕΤΥΜΟΛ. < τρώγλη + -δύτης (< δύω), πρβλ. ταβερνο-δύτης. Σχετικά με το όν. τού αιθιοπικού λαού παραμένει ανεξακρίβωτο αν ο τ. Τρωγλοδύται χρησιμοποιήθηκε στην Ελληνική για τον λαό αυτό λόγω τού είδους τών κατοικιών του ή αν πρόκειται για απόδοση στην Ελληνική τής ντόπιας ονομασίας τους].
Dictionary of Greek. 2013.